Συνολικές προβολές σελίδας

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2014

ο κύριος Αντρέας






Ο κύριος Αντρέας συνήθιζε

να ντύνεται κλόουν

όταν χρειαζόταν.

Είναι καλή κρυψώνα ένα χαμόγελο

έλεγε.

Τα μικρά  παιδιά τον φοβόταν όταν γελούσε τρανταχτά.

Έτσι σταμάτησε να γελάει.

Μόνο  το ζωγραφισμένο άφηνε.

Και τους ανακάτευε τα μαλλιά.

Κι αυτά νευρίαζαν.



Ο κύριος Αντρέας ήταν μηχανικός αυτοκινήτων.

Ερωτεύτηκε μια παντρεμένη στα είκοσι του.

Δε το άντεχε

Και μια νύχτα έφυγε μετανάστης.

Στη Γερμανία.

Ο κύριος Αντρέας έφερνε ποδήλατα

για δώρο στ’ ανίψια του.

Και υφάσματα , που εδώ δεν υπήρχαν.

Για να ράψουν φουστάνια οι αδελφές του.



Ο κύριος Αντρέας

αργότερα

παντρεύτηκε με προξενιό.
Τώρα έχει αναπνευστικά προβλήματα.

Και πρέπει να του αλλάζουν το αίμα συχνά.

Να του βάζουν καινούριο.

Ήξερα από τι θα πεθάνω , λέει.
...........
φωτογραφία της Μαρίας Βασιλόπούλου.

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Κάποτε έφτιαξε ένα καλούπι





Κάποτε έφτιαξε ένα καλούπι
με του αέρα τις φωνές
και τα χάδια τα αλμυρά
και γύρεψε χρυσάφι , λέει,
να το λιώσει με τα χέρια της
και να το σταλάξει μέσα του,
μ’  αυτό γλιστρούσε
κι έφευγε γρήγορα από τη χούφτα της
κι όμως δε σταματούσε
ούτε όταν
το έβλεπε να  χώνεται στο χώμα
να γίνεται χαμομήλι
θυμάρι,
άγρια μέντα,
αγκάθα κίτρινη
και λάσπη.

Της άρεσε η λάσπη του.
Την έπιανε
και την άλειφε πάνω της .
Έτσι γίνηκε χωμάτινη.
Κι όταν ο θεός την είδε,
τη χάιδεψε
με τρόπο ησυχασμένο
και σπλαχνικό
και βρόχινο.

Τότε
οι αέρηδες
σταματήσανε
και το καλούπι
γίνηκε ένας κόκκος άμμου
πάνω στα μάτια της.

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

μια τρελή




Στη γειτονιά μας κυκλοφορεί μια «τρελή»
Έτσι τη λένε.
Δε ξέρω τα όνομά της.
Πρωί πρωί φοράει κάτι κόκκινα λαμέ
φανταχτερά φορέματα,
που φανερώνουν  τα βυζιά της τα μεγάλα
και περπατά ξυπόλητη.
Βάφει τα βλέφαρά της έντονα πράσινα,
βάζει πολύ κραγιόν στα χείλια της
και πολλές πέρλες στο λαιμό της ..
Νομίζεις, αν τη δεις, 
πως χαμογελάει συνέχεια.
Σε κανέναν δε μιλάει ..
Μόνο κουνάει το κεφάλι της 
όταν κάποιος της πει 
μια κοροϊδευτική καλημέρα. 
Στα μαλλιά της,
τα μπουρδουκλωμένα κι αχτένιστα,
έχει «χιλιάδες» φουρκέτες και πιαστράκια.
Ένα πρωί ακολούθησα κρυφά τα βήματα της.
Να δω που πηγαίνει.
Στο μικρό άλσος καταλήγει.
Να χαϊδεύει τα δέντρα τόσο πολύ
που οι παλάμες της πληγιάζουν.
Μετά τις σκουπίζει πάνω στα μάτια της
και στα φορέματά της.

« Από ερωτική απογοήτευση το έπαθε» 
λένε οι κουτσομπόλες
Και μετά αλλάζουν συζήτηση.

Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

ένας καθρέφτης...






ένας  καθρέφτης  

βούλιαξε στις πέτρες του

σπέρνοντας μνήμες.



ένα πέλαγος

βούλιαξε στο κύμα του

σπέρνοντας στάλες.



ένα πρωινό

βούλιαξε στον ήλιο του

σπέρνοντας πουλιά.



ένας άγγελος

βούλιαξε στη σιωπή

σπέρνοντας φθόγγους.



ένας καθρέφτης,

ένα πέλαγος,

ένα πρωινό,

ένας άγγελος

βούλιαξαν

στις πέτρες,

στο κύμα,

στον ήλιο,

στη σιωπή,

σπέρνοντας

κομμάτια σου. 

γ.β.


Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

δε παντρεύτηκα


Δε παντρεύτηκα.
Όχι ότι μου λείψανε οι τύχες.
Μη θαρρείς.
Έμεινα κοντά στη μάνα μου.
Έπρεπε.
Το χάρηκε.
Γερνάμε μαζί.
Τι νομίζεις ..;
Τα χρόνια περνάνε.
Γρήγορα.
Άφησα και τα μαλλιά μου να φαίνονται άσπρα.
Σιγά τώρα…!!!
Ε…κι οι φίλες που ήξερες …
Παντρευτήκανε.
Κάνανε παιδιά και τέτοια.
Να σου πω κάτι ;
Ένα φιλί μόνο θυμάμαι στη ζωή μου.
Δώδεκα , δεκατριών χρονών θα ήμουνα.
Στη πίσω αυλή του σχολείου.
Από τον Κώστα.
Έβγαλε το καρκίνο. Έμαθα πως πέθανε πρόσφατα.
Ποιος …;;!!!
Α...καλά …!!! Εκείνος ο αρραβωνιαστικός
δεν ήθελε τη μάνα μου.
Προτιμούσε τη φουρνάρισσα.
Ναι...εκείνη τη χοντρή …καλά θυμάσαι.
Ε...όσο να πεις δεν έχει και λίγο κόσμο η διαδήλωση.
Καλή είναι.
Ναι …ναι ..αριστερή ..όπως με ήξερες .
Δεν αλλάζω εύκολα εγώ.
Τιμώ τον πατέρα μου …ξέρεις.
Η μάνα μου αρχίζει να τον ξεχνά.
Πριν δυο χρόνια μου είπε πως ήταν ερωτευμένη λέει με τον χωροφύλακα τον Παντελή.
Ντρεπότανε να μου το πει .
Τέλος πάντων ..πάω ..πρέπει να της δώσω το χάπι .
 

γ.β.
...........
( φωτογραφία από το διαδίκτυο .....μα μοιάζουνε τα μάτια της με κείνα τ' αληθινά ..)

Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Γέμισε με σιωπή





Γέμισε με σιωπή

και σκότωσε τον πατέρα του.

Μετά τη μάνα του .

Έπειτα θρυμμάτισε φωνογραφίες κιτρινισμένες και

ανθοδοχεία, που είχαν τραγουδισμένα χαμόγελα.

Τα τρίμματα τα έδωσε τροφή σε περιστέρια λευκά.

Αργότερα πέταξε τους καθρέφτες

στη βροχή.

Και κείνοι γίνηκαν χιόνι.

Έμεινε χωρίς τίποτα πάνω του.

Ούτε χώμα, ούτε πέτρες, ούτε σώμα, ούτε μνήμη

είχε πια.

Δε μπορούσε να ξεπλυθεί.

Μόνο σκουριά φορτωνόταν βαδίζοντας στην άμμο. 

γ.β.

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Πάντα μιλούσε για τους άλλους.






Πάντα μιλούσε για τους άλλους.

Ήταν πιο εύκολο.

Για εκείνη δεν έλεγε τίποτα.

Τίποτα.

Σε κοίταζε και χαμογελούσε  μόνο.

Κι έπαιζε με τα δάχτυλά της.

Όταν έφευγε,

με βήματα γρήγορα,

άγγιζε με τα δάχτυλά της τους τοίχους.

Και μετά, περιμένοντας στο φανάρι,

τα έγλειφε.

Είχε πολλή σκόνη μέσα της.

Τόση που τους χειμώνες σκονιζόταν τα τζάμια

όταν κοντά τους ανέπνεε.

Και τα καλοκαίρια γινόταν άμμος η αναπνοή της.

Μια νύχτα καλοκαιρινή, μου είπαν, πλάνταξε

ένας αγαπημένος της όταν τον φίλησε.

Ξερνούσε άμμο και θάλασσες σκονισμένες

μέρες πολλές.

Και την φοβήθηκε.

Και την άφησε μόνη.

Από τότε σκεπάζεται άσπρους φράκτες θαλασσινούς.

Και σωπαίνει .

Περιμένει

έναν που να χει σκόνη μέσα του.

Και να μην το ξέρει.

γ.β.