Κάποτε έφτιαξε ένα καλούπι
με του αέρα τις φωνές
και τα χάδια τα αλμυρά
και γύρεψε χρυσάφι , λέει,
να το λιώσει με τα χέρια της
και να το σταλάξει μέσα του,
μ’ αυτό γλιστρούσε
κι έφευγε γρήγορα από τη χούφτα της
κι όμως δε σταματούσε
ούτε όταν
το έβλεπε να χώνεται
στο χώμα
να γίνεται χαμομήλι
θυμάρι,
άγρια μέντα,
αγκάθα κίτρινη
και λάσπη.
Της άρεσε η λάσπη του.
Την έπιανε
και την άλειφε πάνω της .
Έτσι γίνηκε χωμάτινη.
Κι όταν ο θεός την είδε,
τη χάιδεψε
με τρόπο ησυχασμένο
και σπλαχνικό
και βρόχινο.
Τότε
οι αέρηδες
σταματήσανε
και το καλούπι
γίνηκε ένας κόκκος άμμου
πάνω στα μάτια της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου